τελεοδρομος

τελεοδρομος
    τελεοδρόμος
    τελεο-δρόμος
    2
    заканчивающий свой бег Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τελεοδρομος" в других словарях:

  • τελεοδρόμος — completing the course masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεοδρόμος — ο, Α αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυ δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • τελεοδρομώ — και τελοδρομῶ, έω, Α [τελεοδρόμος] εκτελώ τη διαδρομή, ολοκληρώνω τον δρόμο μου …   Dictionary of Greek

  • τελεσίδρομος — ον, Α 1. ο τελεοδρόμος* 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τελεσίδρομος όνομα ήρωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δρόμος (πρβλ. τανυσί δρομος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»